- ἔπαισεν
- ударил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἔπαισεν — ἐπαείδω sing to aor ind act 3rd sg (homeric ionic) παίω 1 strike aor ind act 3rd sg παίζω play like a child aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CITHAERON — I. CITHAERON Rex, a quo monti nomen impositium, memoratur Pausaniae, l. 9. II. CITHAERON vulgo M. di Stives, mons Boeotiae clarissimus, cuius radicem Asopus amnis alluit. Servius, in l. 10. Aen. credidit alterum esse ex iugis Parnassi, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… … Dictionary of Greek
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek